λυσσικός

λυσσικός
η , ό[ν] вызывающий бешенство; относящийся н бешенству

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "λυσσικός" в других словарях:

  • λυσσικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λύσσα («λυσσικός ιός»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • αντιλυσσικός — ή, ό («αντιλυσσικό εμβόλιο, ορός») αυτός που χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση της λύσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + λυσσικός. Απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. antirabics. Ο ελληνικός όρος αντιλυσσικός μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • λύσσα — Θανατηφόρα νόσος, η οποία προκαλείται από έναν νευροτρόπο διηθητό ιό, που μεταδίδεται στον άνθρωπο συνήθως από δάγκωμα ή από αμυχές που προξενούν μολυσμένοι σκύλοι ή και άλλα μολυσμένα ζώα, όπως οι γάτες. Πριν από την πλήρη εκδήλωση της νόσου,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»